εὐωνύμου

εὐωνύμου
εὐώνυμος
of good name
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευωνυμία — εὐωνυμία, ἡ (Μ) [ευώνυμος] η ιδιότητα τού ευωνύμου*, το να έχει κάποιος καλό όνομα …   Dictionary of Greek

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… …   Dictionary of Greek

  • λευκοθώραξ — λευκοθώραξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί λευκό θώρακα («ἦσαν ἱππεῑς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”